-
1 κατάγω
κατάγω fut. κατάξω LXX; 2 aor. κατήγαγον; 1 aor. pass. κατήχθην, ptc. καταχθείς (s. ἄγω; Hom.+) lead/bring down τινά someone κατάγαγέ με ἀπὸ τοῦ ὄνου GJs 17:3a; cp. 3b; w. the destination given (fr. Jerusalem) εἰς Καισάρειαν Ac 9:30 (PCairZen 150, 2 [256 B.C.] εἰς Ἀλεξάνδρειαν; ApcEsdr 4:21 p. 28, 33 εἰς τὸ ἔδαφος τῆς ἀπωλείας; ApcMos 39 εἰς τὸν τόπον τοῦτον). (Fr. the barracks, located on higher ground) εἰς τὸ συνέδριον into the council building 23:20, 28 (s. συνέδριον 1c and 3); cp. vs. 15 (v.l. πρός); 22:30. εἰς ᾅδου (1 Km 2:6; s. ᾅδης 1 end; TestAbr A 19 p. 101, 19 [Stone p. 50] εἰς ᾅδην) into the underworld 1 Cl 4:12. Χριστὸν κ. bring Christ down (fr. heaven) (Iambl., Vi. Pyth. 13, 62 an eagle fr. the air) Ro 10:6.—Of things: τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν bring the boats to land (fr. the ‘high’ seas) (cp. Hdt. 8, 4; Cass. Dio 50, 13, 2) Lk 5:11. Hence the pass., in act. sense, of ships and seafarers put in εἴς τι at a harbor (Jos., Ant. 13, 332; 14, 378) εἰς Σιδῶνα Ac 27:3. εἰς Συρακούσας 28:12; εἰς Τύρον 21:3 v.l. (for κατήλθομεν).—M-M. Spicq. -
2 κατέρχομαι
Aκατελεύσομαι Od.1.303
, Hdt.5.125, Arr.An.6.12.3 (but in good [dialect] Att. κάτειμι, as also κατῄειν is always used for the [tense] impf.): [tense] aor. κατήλῠθον or κατῆλθον, inf. κατελθεῖν; [dialect] Dor. subj.κατένθῃ Berl.Sitzb.1927.165
([place name] Cyrene); Arc. part. κατενθών, [tense] pf. part. κατηνθηκώς, v. καθέρπω 11: [tense] pf.κατελήλυθα SIG675.24
(ii B.C.):— go down,Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il.20.125
, etc.;τιν' ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος.. κατελθέμεν 6.109
; go down to the grave, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε, ib. 284, 7.330; , etc.: rarely c. acc., τίς.. σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν; Ar.Fr.149.2 (parod.); from high land to the coast,ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Od.1.303
; from country to town, 11.188; down the Nile, (iii B.C.), etc.2 of things, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης by the descending rock, Od.9.484, 541; of a river, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων comes down in flood, Hdt.2.19; .3 κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Lat. descendere in certamen, S.E.M.7.324.4 c. acc., come to a place,ὑμέτερον δῶ Od.24.115
;ἀφθονία κατελήλυθε τὴν πόλιν Lyd.Mag.3.76
.5 of property, pass to, PRein.42.28 (i/ii A.D.), POxy.1704.5(iii A.D.).II come back, return, esp. come back from exile, Hdt.4.4, al., A.Ag. 1647, Ch.3, Eu. 462, S.OC 601, Ar.Ra. 1165, 1167, Pl.Ap. 21a, OGI90.20 (Rosetta, ii B.C.), etc.;φυγὰς κατελθών S.Ant. 200
;ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν E.IT39
: in pass. sense, ὑπ' ὀλιγαρχίας κατελθεῖν to be brought back by.., Th.8.68; cf.κάτειμι 11
,καθέρπω 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατέρχομαι
-
3 κάτειμι
Aκάτε]ιτι Berl.Sitzb.1927.166
([place name] Cyrene), part. fem. κατίασσα ibid.: [dialect] Ep. [tense] impf.κατήϊεν Od.10.159
: ( εἶμι ibo):—go, come down,ποταμόνδε Od.
l.c.;Ἴδηθεν Il.4.475
: in Trag., as [tense] fut. to κατέρχομαι, E.Alc.73, etc.; esp. go down to the grave,κατίμεν δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.4.457
;Ἄϊδόσδε 20.294
; l.c.; so κάτειμι alone, S.Ant. 896; of a ship, sail down to land,νῆα.. κατιοῦσαν ἐς λιμέν' ἡμέτερον Od.16.472
; of a person, travel down the Nile, κ. ἐπὶ or εἰς Ἀλεξάνδρειαν, PLips.45.12, 14 (iv A.D.); of a river,ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι χειμάρρους Il.11.492
; of a wind, come sweeping down, Th.2.25, 6.2;ὡς τὸ πνεῦμα κατῄει Id.2.84
: metaph.,ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν Hdt.7.160
;ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ar.Eq. 520
.II come back, return,ἀγρόθεν Od.13.267
;ἐς ἄστυ 15.505
; of exiles, return home, Hdt.1.62, 3.45, 5.62, A.Ag. 1283, And.1.80, etc.;ἐκ τῶν Μήδων Hdt.4.3
:—as [voice] Pass. of κατάγω, E. Med. 1015; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάτειμι
-
4 κατάπλοος
A sailing down, bearing down, Th.4.10; sailing to land, putting ashore, ib.26; ὁ Σικελικὸς κ. the arrival of the corn-fleet from Sicily, D.56.9.2 sailing down stream, esp. down the Nile, ὁ κατ' ἐνιαυτὸν εἰς Ἀλεξάνδρειαν κ. OGI90.17 (Rosetta, ii B. C.), cf. PTeb.27.103 (ii B. C.).II sailing back, return, ὁ οἴκαδε κ. X.HG1.4.11; παρῆν τις ἐκ κ. one who had just returned, Plb.15.23.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάπλοος
-
5 ἀποσυνίστημι
A appoint a representative,τινὰ κατελθεῖν εἰς Ἀλεξάνδρειαν Poxy.1274.9
(iii A. D.):—[voice] Pass., PGen.44.28 (iii A. D.).2 recommend, introduce one person to another, c. acc. et dat., Phamb.27.1, AB436.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσυνίστημι
См. также в других словарях:
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek
κατακομιδή — κατακομιδή, ἡ (Α) [κατακομίζω] 1. η μεταφορά στην παραλία εμπορευμάτων για εξαγωγή («χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδήν τῶν ὡραίων καὶ πάλιν ἀντίληψιν ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι», Θουκ.) 2. η μεταφορά στην πατρίδα 3. η αποστολή («πρὸς… … Dictionary of Greek